παράκοιτος

παράκοιτος
παράκοιτος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παράκοιτος — ὁ, ΜΑ μσν. φύλακας τού κοιτώνα, τού θαλάμου αρχ. αυτός που κοιμάται μαζί με κάποιον, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κοιτος (< κοίτη), πρβλ. κατά κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • παρακοίτοις — παράκοιτος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακοίτου — παράκοιτος masc gen sg παρακοίτης one who lies beside masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακοίτων — παράκοιτος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκοιτοι — παράκοιτος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκοιτον — παράκοιτος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακοιτώ — έω, Α [παράκοιτος] 1. κοιμάμαι ή αγρυπνώ κοντά σε κάποιον προκειμένου να τόν φρουρώ, είμαι παρακοιμώμενος 2. (για πράγματα) βρίσκομαι στον κοιτώνα κάποιου, βρίσκομαι κοντά σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • παρακοιμώμενος — Ανώτατο βυζαντινό αξίωμα μεγάλης σπουδαιότητας, το όνομα του οποίου προήλθε από το γεγονός ότι αυτός ο αξιωματούχος κοιμόταν μπροστά από την πόρτα του βασιλικού κοιτώνα. Στους υστεροβυζαντινούς χρόνους αναφέρονται δύο π., της σφενδόνης και του… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՐՃ — (ʼի կամ ոյ, ից.) NBH 2 0065 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c, 13c գ. παλλακή, παράκοιτος concubina. վր. խարճա . Երկրորդական կին՝ առ եբրայեցիս, կամ առ հեթանոսս. Տե՛ս Ծն. ՟Ի՟Բ. 24: Դտ. ՟Ժ՟Թ. 29: ՟Բ. Թագ. ՟Ժ՟Ե. 16: ՟Ա. Մնաց. ՟Ա. 2.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”